- εξευτελιστικός
- [эксэфтэлистикос] επ. унижающий, позорящий,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
εξευτελιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προξενεί εξευτελισμό, μειωτικός, ταπεινωτικός: Εξευτελιστικό επάγγελμα. 2. που έχει υποτιμηθεί υπερβολικά, λίγος, χαμηλός: Εξευτελιστικός μισθός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξευτελιστικός — ή, ό [εξευτελιστής] 1. ταπεινωτικός («εξευτελιστικό επάγγελμα») 2. υποτιμημένος υπερβολικά («εξευτελιστική τιμή») … Dictionary of Greek
εξαχρειωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εξαχρείωση, ο εξευτελιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχρειώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Δημήτριο Βικέλα] … Dictionary of Greek
μειωτικός — ή, ό (Α μειωτικός, ή, όν) [μειωτός] 1. αυτός που επιφέρει μείωση 2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός αρχ. 1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή 2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή. επίρρ... μειωτικώς (Α μειωτικῶς) με μειωτικό… … Dictionary of Greek
ονείδειος — ὀνείδειος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. ονειδιστικός, εξυβριστικός 2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. ειος (πρβλ. παίδ ειος)] … Dictionary of Greek
προπηλακιστικός — ή, ό / προπηλακιστικός, ή, όν, ΝΑ [προπηλακιστής] (για πρόσ.) αυτός που είναι επιρρεπής σε προπηλακισμούς, που συνηθίζει να προπηλακίζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπηλακιστή, υβριστικός, εξευτελιστικός 2. (για πράγμ.) αυτός… … Dictionary of Greek
ταπεινωτικός — ή, ό / ταπεινωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ταπεινῶ, ώνω] αυτός που προκαλεί ταπείνωση, εξευτελιστικός («ταπεινωτικοί όροι ανακωχής»). επίρρ... ταπεινωτικώς και ταπεινωτικά Ν εξευτελιστικά … Dictionary of Greek
εξουθενωτικός — ή, ό επίρρ., ά 1. που εξουθενώνει, εκμηδενιστικός, εξοντωτικός: Εξουθενωτική εργασία. 2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επονείδιστος — η, ο επίρρ. α αξιοκατάκριτος, αισχρός, αξιοκαταφρόνητος, εξευτελιστικός: Επονείδιστη ειρήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπηλακιστικός — ή, ό αυτός που γίνεται για προπηλακισμό, ο υβριστικός, ο εξευτελιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταπεινωτικός — ή, ό επίρρ. ά που προκαλεί ταπείνωση, εξευτελιστικός: Μου έκανε ταπεινωτικές προτάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)